Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΩΝ

info@kalomenopoulos.net


ΑΡΧΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΓΝΩΜΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ


Εδώ αναρτώνται ιστορίες που μας στέλνετε και έχουν σχέση με τους κλάδους του γενεαλογικού μας δέντρου


Τού Νίκου Πετράκη
ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΠΑ-ΜΑΝΟΛΗ ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟ
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ ΤΟΥ

Όταν, παιδί, είχα ρωτήσει τη μητέρα μου από ποιά οικογένεια είναι η μητέρα της, δηλαδή η γιαγιά μου η Ζαμπιώ, εκείνη μου απάντησε:

«- Είναι από τους Τερζάκηδες, δηλαδή από τους Καλομενόπουλους από το Ρέθυμνο.»

«- Από το Ρέθυμνο;» ρώτησα. «Και πώς έγινε και ήρθαν εδώ;»

«- Στη μεγάλη επανάσταση», μου είπε, «στο Ρέθυμνο ήτανε ένας παπάς, ο παπα-Μανόλης, που είχε πολλούς γιούς. Δώδεκα, λένε.

» Ο παπάς επολεμούσε τσι Τούρκους. Μια μέρα ένας Τούρκος φίλος του τού είπε:
            « - Παπα-Μανόλη, οι Τούρκοι θα πιάσουν τα παιδιά σου.!»

» Οι Τούρκοι ύστερα εκυνηγήσανε τα παιδιά να τα πιάσουνε, μα αυτά επρολάβανε και εφύγανε.
» Ένα παιδί ήρθε στο χωριό μας, ένα άλλο επήγε στις Λιθίνες και ένα άλλο πιό αλάργο, σ’ ένα χωριό πέρα από τη Στεία. Άλλα πήγανε λέει, σε άλλα μέρη, πιο αλάργο, στη Σύρο και αλλού.

» Ο παπα-Μανόλης ελεγότανε Καλομενόπουλος.
» Το παιδί του που ήρθε στο χωριό μας το λέγανε Γιώργη. Ήμαθε τερζής (τουρκ.: ράφτης).
» Δεν τον ελέγανε Καλομενόπουλο, για να μη μπορούνε να τονε βρούνε οι Τούρκοι και τα παιδιά του τα γράψανε Τερζάκηδες. Μόνο το πιο μικρό παιδί, τον μπάρμπα μου το Μιχάλη, τονε γράψανε Καλομενόπουλο, για να μη χαθεί φαίνεται, το όνομα από το χωριό μας και γιατί είχανε σάξει φαίνεται, μιαολιά τα πράγματα για τσοι Χριστιανούς και ο φόβος απού τσοι Τούρκους δεν ήτονε μπλιό μεγάλος.

» Ο Γιώργης, που ήτονε προπάπους μου επαντρεύτηκε στο χωριό μας και ήκαμε έξι παιδιά:
Τον παππού μου το Μανόλη (σημ. επωνομαζόμενο Τζουρνά), που τούδωκε το όνομα του πατέρα του παπα-Μανόλη.

» Ήκαμε ακόμη το Βασίλη, το Στελιανό, το Παυλή, το Μιχάλη.
» Όλα τα παιδιά τα λέγανε «του Τερζή», εκτός από το Μιχάλη, που τον ελέγανε Καλομενόπουλο. Είχε λέει και μια κόρη, «όμορφη που δεν υπήρχε άλλη», αλλά επόθανε κοπελοπούλα.

» Το πρώτο παιδί του προπάππου μου του Γιώργη, ο Μιχάλης, επαντρεύτηκε τη γιαγιά μου τη Πελαγία από τη Τουρλωτή, που έχω και το όνομά τζη. Η γιαγιά μου ήτονε από καλή οικογένεια. Ο πατέρας τση ήτονε από τσι Σολιδάκηδες και η μητέρα τζη από τσι Παπαδάκηδες.
» Το πατέρα τζη τον εκυνηγούσανε οι Τούρκοι, και μια μέρα που τον εκυνήγα ένας Τούρκος με το μαχαίρι στη χέρα ήμπηκε μέσα σε μια εκκλησία, Αλλά ήμπηκε και ο Τούρκος και ετσά που τούβαλε το μαχαίρι στο λαιμό επόθανε. Έπαθε φαίνεται συγκοπή από τη ταραχή του.

Ο παππούς μου ήτονε λέει όμορφος και ο καλύτερος βιολάτορας και τραγουδιστής και ήπαιζε σε όλα τα χωριά. Αγάπησε τη γιαγιά μου και επήγαινε στη Τουρλωτή και της ήκανε καντάδες. Και όταν δεν την έβλεπε, γιατί δεν την αφήνανε οι γονέοι τζη να βγεί από το σπίτι, τση τραγούδιε:

            «Τ’ άστρο τσ’ αυγής το λαμπυρό απόψε δεν εφάνη
            στην αποπίσω γειτονιά κρατήξανέ το πάλι..»


» Στο τέλος όμως ο παππούς την επαντρεύτηκε και εκάτσανε στο χωριό μας. Εκάμανε τέσσερα παιδιά: Το Γιώργη, το Αλισαβάκι, το Αννεζίνι και τη μάνα μου το Ζαμπιό.
» Η γιαγιά μου ήτονε καλή, άγια γυναίκα και ο παππούς μου λένε πως ήτονε καλός Τερζής και σοφός άνθρωπος. Είχε όμως ένα ελάττωμα. Όντον ήπινε και εμέθιε εγινότανε κακός και τάβανε με τη γιαγιά μου κι έκανε καυγάδες και την εκακομεταχειρίζουτονε. Κι ετσά εχωρίσανε. Τότεσας ήρθε ο Δεσπότης στο χωριό μας και είπε:

            «- Πελαγιώ, το ξέρεις ότι όταν χωρίζει ένα αντρόγυνο τα βουνά τρέμουνε;»
            «- Το ξέρω», είπε η γιαγιά μου «μα δεν μπορώ.!»

» Τη γιαγιά μου ύστερα οι συγγενείς τση στη Τουρλωτή την υποστηρίξανε. Τη μάνα μου, που ήτονε μικρό κοριτσάκι την ήπηρε η θεία τζη η γιάτραινα, η γυναίκα του γιατρού του Ζερβάκη, στο σπίτι τζη και την εβοήθα. Ύστερα την ήπηρε στο σπίτι του και εβοήθα ο Χατζής, που ήτονε κι αυτός θείος της. Αυτή ανέθρεψε τα κοπέλια του, τη Ζαχαρένια τη μάνα του Σεργάκη και τα άλλα.

» Η μάνα μου αγαπούσε τσι συγγενείς τση, που την είχανε στα σπίτια ντως, τη βοηθήσανε και όταν επαντρεύτηκε τως ήκανε το τραπέζι στο σπίτι τζη στη Λάστρο.
» Εκειά ήζησε η γιαγιά μου κοντά στσι κόρες τση, τη θειά μου τ’ Ανεζίνι και τη μάνα μου και εκειά επόθανε. Ετσα που ήκλωθε στη καρέκλα εγύρισε στο πλάϊ κι εξεψύχησε. Ο καλύτερος θάνατος. Μα ήτονε καλή και δίκαιη γυναίκα.

» Ο παππούς μου ο Μανόλης (σημ. ο Τζουρνάς) εξαναπαντρεύτηκε. Τη δεύτερη γυναίκα του την ελέγανε Αντριάνη και ήτονε από το Καβούσι, μα εκάτσανε στη Λάστρο και εκάμανε δυό παιδιά: Τον μπάρμπα μου τον Κοκόλη (σημ. Νικολή) και τον μπάρμπα μου το Βασίλη.

» Ο θείος μου ο Γιώργης επαντρεύτηκε μια Λαυρεώτισσα, καλή γυναίκα, κι εκάνανε ένα παιδί, τη Στέλλα. Αλλά απόθανε νέος και δεν εκάμανε άλλο παιδί.

» Η θειά μου το Αλισαβάκι επαντρεύτηκε στο Καβούσι...

» Η θειά μου το Ανεζίνι επαντρεύτηκε στο χωριό μας το θείο μου το Φραγκουλομανόλη κι εκάμανε δυό κόρες, το Μαρούλι και τη Δάσποινα.

» Η μάνα μου, όπως ξέρετε, επαντρεύτηκε στο χωριό με το παππού σας το Φραγκουλοστελιανό κι εκάμανε το θείο σας το Μανόλη, τη θειά σας τη Μαρία, εμένα και το θειό σας τον Κωστή (σημ. Κωστής Φραγκούλης, "Ανταίος")

» Ο θειός μου ο Κοκόλης επαντρεύτηκε από τη Τουρλωτή τη θειά μου τη Μαγδαληνή, καλή γυναίκα, από τσι Χειλάκηδες κι εκάμανε οχτώ παιδιά:
» Τη Βάσω, τη Μαρία, τον Αλέκο, τη Δέσποινα, το Γιώργο, το Μανόλη, την Αντιγόνη και το Στέλιο.

» Ο θείος μου ο Βασίλης του Τζουρνά, ο αδερφός του μπάρμπα μου του Κοκόλη, είχε παντρευτεί μια καλή γυναίκα από τη Πάτρα. Αλλά ήτονε πολύ άτυχοι και οι δυό ντως. Εκειά στη Πάτρα ήτονε χωροφύλακας και την εγνώρισε, της έταξε πράμματα και την εσύβασε, επαντρευτήκανε κι ήρθανε στο χωριό. Ήτονε κοπέλα κι εχορεύγαμε μαζί.

» Ήτονε φτώχεια τότε στο χωριό και τως πηγαίνανε πράμματα η μάνα μου και η θειά μου τ' Ανεζίνι. Ήτονε βαρεμένη, εσήκωσε μια σκάφη και εζούλισε τα κοπέλια. Ήτονε δυό. Την ήπιασε αιμορραγία, επήξε η μαμή, επήγε η θειά μου τ' Ανεζίνι κι εβοήθα, αυτή εκαταλάβαινέ μας. Επήγε και η μάνα μου. Αλλά δεν εμπορούσανε να κάμουνε πράμα και η γυναίκα απόθανε και τως ήλεγε: "Δεν σας βλέπω πιά..!"

» Ο Βασίλης ήκαμε όρκο να μη βάλει άλλο στεφάνι και επήγε στη Τουρλωτή και εκατοίκησε. Μετά από καιρό όμως, μεγάλος στην ηλικία, παντρεύτηκε την Ειρήνη και μένανε μαζί στην Αθήνα, στο Νέο Κόσμο.»

Τραγική ήταν και η μοίρα της Λαυρεώτισσας και της μικρής της κόρης Στέλλας, που συναντήσαμε πιο πάνω. Αγηγείται η μητέρα μου:
» Ο θείος μου ο Γιώργης επόθανε νέος και ήφηκε χήρα τη γυναίκα του τη Λαυρεώτισσα και ορφανά τη κόρη ντως τη Στέλλα, που ήτονε μικρό κορίτσι. Η Λαυρεώτισσα μετά το θάνατο του θείου μου άντρα της ήτονε να παντρευτεί ένα χωριανό μας το... και είχε κάμει μαζί του και ένα παιδί.

» Η γιαγιά σου το Δεσποινιό (η μητέρα του πατέρα μου Δέσποινα Καραβελάκη-Πετράκη), αυτή θ' αγιάσει, τσ' ήπλυνε τα ρούχα στο ποταμό, τα στέγνωσε, τα σιδέρωσε και τση τα πήγε στο σπίτι. Επήγε και το παιδί στην εκκλησία και το μετάλαβε.
» Ο χωριανός μας όμως δεν τη παντρεύρηκα και ήπηρε άλλη γυναίκα. Και η μάνα μου εντρεπότανε και όλοι. Η Λαυρεώτισσα επήγε στην εκκλησία και σαράντησε, εγύρισε στο σπίτι τζη, έπεσε στο κρεβάτι, εσταύρωσε τα χέρια τζη κι επόθανε από τον καημό και τη ντροπή τζη. Η μάνα μου δεν εχαιρέτα το χωριανό μας που τη γέλασε.
» Το κοριτσάκι τη Στέλλα το πήρε στο σπίτι του ο παππούς του Μανόλη, που ήτονε και παππούς μου. Αλλά σε λίγο καιρό αυτό απόθανε.....»

Τα παραπάνω προέρχονται από αφηγήσεις της μητέρας μου Πελαγίας Πετράκη-Φραγκούλη, τρισεγγονής του παπα-Μανόλη.
Άλλες αφηγήσεις, οι παλιές, καταγράφονται αυτόματα στον άγραφο χάρτη της παιδικής μου μνήμης - στον "σκληρό δίσκο"!- άλλες κατέγραφα σε κόλες χαρτιού και τις τελευταίες (το 1990) στο ημερολόγιό μου των ετών 1984-2014.

Τις αφηγήσεις τις έκανε η μητέρα μου στη μητρική της γλώσσα, δηλαδή στη τοπική Κρητική διάλεκτο της εποχής της, πριν από τις πολλές και συχνά κακόζηλες αλλαγές και αλλοιώσεις που έφεραν, όπως είναι φυσικό, η εξέλιξη, αλλά δυστυχώς και ο ψευδομοντερνισμός.
Τη γλώσσα των αφηγήσεων άλλαξα λίγο στο κείμενο αυτό, με βαριά καρδιά οφείλω να πω, κατά τρόπο ώστε να μπορούν να την καταλαβαίνουν οι νεώτεροι και τα παιδιά.

Τα λόγια των αφηγήσεων κατέγραφα επακριβώς. Πώς όμως να καταγράψω τα "ακατάγραφα", που πολλές φορές αξίζουν περισσότερο από τα λόγια; Πώς να καταγράψω το ύφος των αφηγήσεων, τους τόνους και τα χρώματα, το σπάσιμο και το τρεμούλιασμα της φωνής, τις σκιές και το φως των ματιών, το βούρκωμα και τα δάκρυά τους; Τα "παραπονεμένα λόγια" και τους αναστεναγμούς, αυτή "την άφωνον γλώσσα των φωκών", όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης, αυτά τα άρρητα, αυτά τα ατίμητα;

Αυτό ίσως το μπορούν κάπως οι μουσικοί. Και ίσως ακόμα, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι ποιητές και οι παλιοί αγιογράφοι της Κρήτης.

Τελειώνοντας θα ήθελα να πω, ότι δίπλα στα ιστορικά κείμενα και στοιχεία που αναφέρονται σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, δίπλα σ' αυτά αφηγήσεις, παραδόσεις, περιγραφές και γενικά πληροφορίες που αναφέρονται στην εποχή, στις κοινωνικές συνθήκες, το περιβάλλον γενικά των ιστορικών προσώπων και γεγονότων, έχουν μεγάλη σημασία, όπως σημασία έχουν και όσα ακολούθησαν τα γεγονότα. Για το λόγο αυτό, από τις αφηγήσεις της μητέρας μου δεν επέλεξα μια ξηρή γενεαλογική "απαρίθμηση" (Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ κλπ.) αλλά τις παρέθεσα ουσιαστικά αυτούσιες, μαζί δηλαδή με τα κοινωνικά κ.ά. συμφραζόμενα των ιστορουμένων.

Θα ήθελα ακόμη να παρακινήσω όλους όσοι διαθέτουν παρόμοιο υλικό (ιστορικά στοιχεία, αφηγήσεις, πληροφορίες κλπ) για τον παπα-Μανόλη και γενικότερα για την οικογένεια των Καλομενόπουλων, την ιστορία και τη διαδρομή της μέχρι σήμερα, να τα δημοσιεύσουν στην ιστοσελίδα μας αυτή. Θα είναι πολύτιμη συμβολή.!


ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥΣ (Μέρος Β')
Σε συνέχεια των αφηγήσεων της μητέρας μου για την οικογένεια των Καλομενόπουλων, που δημοσιεύτηκαν πριν από λίγες ημέρες στην ιστοσελίδα μας, θα ήθελα να κάνω μερικά σχόλια και να προσθέσω λίγα πράγματα.

Η μητέρα μου ήξερε ότι ο παπα-Μανόλης ήταν από το Ρέθυμνο, δεν ήξερε όμως από πού ακριβώς. Αυτό το έψαξε και το βρήκε πολλά χρόνια αργότερα ο θείος μου ο Κωστής (σημ. Κωστής Φραγκούλης, «Ανταίος») κατά την 10ετία του 1970 και από κείνον το έμαθα και εγώ.

Όταν μου το είπε, η καρδιά μου χτύπησε. Γιατί; Γιατί στο Δημοτικό Σχολείο, στο μάθημα της Γεωγραφίας είχα ακούσει για πρώτη φορά από τον δάσκαλό μας αυτό το δυνατό, όσο και σιβυλικό τοπωνύμιο με το συριστικό «Νεφς» και το απαλό και δροσερό «Αμάρι». Ένιωσα μια παράξενη έλξη, μια δυνατή και βαθειά γοητεία, που με έκαναν να το διαβάζω και να το ξαναδιαβάζω, να το λέω και να το ξαναλέω κάθε τόσο, που ακόμη και σήμερα, αραιότερα φυσικά, εξακολουθώ να κάνω. Είναι άραγε ο ήχος των λέξεων μόνο ή και μακρινές, ωραίες απηχήσεις άλλης τάξης;

Να σημειωθεί ότι ο θείος ο Κωστής καταγοητεύτηκε από το Νεφς Αμάρι, τους συγγενείς μας, το τοπίο, το ήθος και την αύρα των ανθρώπων του, το επισκέφτηκε πολλές φορές, δημοσίευσε υπέροχα χρονογραφήματα και έκαμε ολόκληρη μελέτη για τους Καλομενόπουλους.! Λέει η μητέρα μου στην αφήγησή της:

«… Ένας παπάς, ο παπα-Μανόλης, που είχε πολλούς γιούς. Δώδεκα λένε …»

Σίγουρα ο παπα-Μανόλης είχε πολλούς γιούς. Άλλωστε στην οικογένεια φαίνεται να υπάρχει ισχυρή αρρενογονία. Το «δώδεκα» ωστόσο, είναι προφανώς υπερβολικό και πρέπει να οφείλεται στην ισχυρή «ελκτική δύναμη» που έχουν μερικοί αριθμοί π.χ. το 7, το 12 κ.α., όπως λέει η λαογραφία. Λέει επίσης η μητέρα μου:

«… Μια μέρα ένας Τούρκος, φίλος του παπά (σημ. κατά τον Κ.Φραγκούλη ήταν ο μουφτής της περιοχής.!) του είπε: Παπα-μανόλη, οι Τούρκοι θα πιάσουν τα παιδιά σου.!…»

Προφανώς αυτό έγινε πριν από τη μάχη στη Φορτέτσα, στην οποία όπως ξέρομε σήμερα σκοτώθηκε ο παπα-Μανόλης και δείχνει, ότι οι Τούρκοι πρέπει να είχαν στοχοποιήσει τον παπά από τα πριν, λόγω της δράσης του για την προετοιμασία της επανάστασης, για την οποία, όπως αναφέρεται στα ιστορικά κείμενα, εργάστηκε αόκνως ως μέλος της Φιλικής Εταιρίας.

Αλλά και η έκφραση «ένας Τούρκος, φίλος του παπά» με παραξένεψε και με προβλημάτησε πολύ. Το στερεότυπο του Σχολείου – αλλά και της κοινωνίας – «Τούρκοι-Έλληνες εχθροί θανάσιμοι» ήταν μέσα μου πανίσχυρο και αρραγές. Και μόνον όταν αργότερα, μαθητής Γυμνασίου, διάβασα στον «Καπετάν Μιχάλη» του Καζατζάκη και είδα τη σχέση καπετάν-Μιχάλη και Εφεντίνας Καβαλίνας, μόνο τότε κατάλαβα και μου έφυγε το βάρος...

Αλλά και αργότερα, όχι μόνο από βιβλία, αλλά και από προσωπικές εμπειρίες και δράσεις Ελληνοτουρκικής φιλίας και συνεργασίας, από πολλές γνωριμίες με Τούρκους και Τουρκοκρητικούς, διαπίστωσα ότι όχι μόνο δεν υπάρχει, σε κοινωνικό επίπεδο, Ελληνοτουρκική εχθρότητα, αλλά απεναντίας διάθεση Ελληνοτουρκικής φιλίας, συνεργασίας και ειρηνικής ζωής. Τα άλλα είναι έργα συμφερόντων, φιλόδοξων μεγαλοϊδεατισμών, εγωισμών και κυρίως των μεγάλων αθέμιτων συμφερόντων.

Σε ότι αφορά τη Σύρο, που αναφέρεται στην αφήγηση της μητέρας μου, εκεί υπάρχει ένας μεγάλος κλάδος της οικογένειας των Καλομενόπουλων, που έχει δώσει σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Νικόστρατος, ο Θεμιστοκλής, ο Ανδρέας και άλλοι.

Σίγουρα ο κλάδος αυτός έχει σχέση με τις Λιθίνες της Σητείας, όπου πήγαν Καλομενόπουλοι μέσω Σύρου, πράγμα που επιβεβαιώνεται από πολλές πηγές. Μπορεί όμως ένας από τους γιούς του παπα-Μανόλη στις Λιθίνες να πήγε από το Νεφς Αμάρι κατ’ ευθείαν στις Λιθίνες και να έμεινε εκεί, όταν οι Τούρκοι με το θάνατο του παπά στη μάχη της Φορτέτσας κυνήγησαν τα παιδιά για να τα συλλάβουν. Αυτό νομίζω ότι τώρα μπορεί εύκολα να διευκρινιστεί.

ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (1887 - 4 Σεπτεμβρίου 1968)
Από τις Λιθίνες ήταν και μια σημαντική στρατιωτική προσωπικότητα της εποχής του, ο στρατηγός Παύλος Καλομενόπουλος: Έλαβε μέρος και διακρίθηκε σε όλους τους πολέμους της εποχής του, από τους Βαλκανικούς (1912-13) έως την Εθνική Αντίσταση (1941-44) οπότε ίδρυσε την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση της Κρήτης, τη «Φιλική Εταιρία της Σητείας». Συνελήφθη, εξορίστηκε στη Ρόδο, κλείστηκε στο στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν κ.α. πολλά. Για όλα αυτά μπορούν ασφαλώς να μας διαφωτίσουν ο Γιώργος Καλομενόπουλος και ο Μανόλης Παπαδάκης, ίσως και άλλοι που έχουν σχέση με τη Σύρο και τις Λιθίνες. Θα ήταν πολύ σημαντικό να το κάμουν.
(Σημ. από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: Γεννήθηκε στις Λιθίνες Σητείας το 1887. Καταγόταν από οικογένεια με ιστορικές ρίζες στην Κρήτη. Φοίτησε σε Στρατιωτική Σχολή ως το 1913 και έλαβε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία, στη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκε στο Σαγγάριο. Εξελέγη βουλευτής Λασιθίου με το Κόμμα Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1932. Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του '40 ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, μαζί με άλλους Κρητικούς αγωνιστές, όπως ο Εμμανουήλ Παπαδογιάννης και ο Ρούσος Α. Κούνδουρος. Απεβίωσε ενώ ήταν υποστράτηγος σε πολεμική διαθεσιμότητα σε ηλικία 81 ετών, τον Σεπτέμβριο του 1968 και κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών στις 5 Σεπτεμβρίου)

ΤΣΑΡΔΗΝΑΚΗΔΕΣ
Ένα άλλο παιδί του παπα-Μανόλη, όπως αφηγείται η μητέρα μου, επήγε «πιο αλάργο, σ’ ένα χωριό πέρα από τη Σητεία».
Το χωριό αυτό είναι το Μυσιριού (σημ. Μισιριού ή Μυσιργιού, Μητάτο ή Κρυονέρι Σητείας) στο μαγικό οροπέδιο των βράχων, στη μικρή οροσειρά ανατολικά της Σητείας. Εκεί ρίζωσε, του άλλαξαν κι εκείνου το όνομα του και από Καλομενόπουλο τον έγραψαν Τσαρδινάκη, αφού ήταν τσαρδινάς (σημ. τσαρδίνια = κρητικά στιβάνια). Από εκείνον κατάγονται οι σημερινοί Τσαρδινάκηδες της Επαρχίας Σητείας. Εκείνοι μπορούν να μας πουν περισσότερα και είμαι βέβαιος πως θα το κάνουν. Ένα στοιχείο που γνωρίζομε για την ιστορία τους ήδη μας προϊδεάζει: Ρίζωσαν σε βράχους.!

ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ
Ας ξαναγυρίσωμε τώρα για λίγο στις αφηγήσεις της μητέρας μου:

«- Όλα τα παιδιά του γερο-Τερζή επαίζανε όργανα, λύρες βιολιά, λαγούτα, μαντολίνα, ετραγουδούσανε και εβγάνανε μαντινάδες. Ο παππούς μου ο Τζουρνάς έπαιζε βιολί, ο μπάρμπας μου ο Μιχάλης λύρα, ο μπάρμπας μου ο Κοκόλης (σημ. Νικολής) βιολί.
» Αλλά επαίζανε και οι άλλοι. Ο Στυλιανός και ο Παυλής οι μπαρμπάδες μου επαίζανε λαγούτο και μαντολίνο. Ο καλύτερος βιολάτορας του τόπου και ο πιο παλιός ήτονε λέει ο παππούς μου και ο πιό καλός λυράρης ο μπάρμπας μου ο Μιχάλης. Καλός βιολάτορας ήτονε και ο μπάρμπας μου ο Κοκόλης, μόνο πως δεν ετραγούδιε (σημ. έπασχε από κάποια μόνιμη πάθηση στον τραχειολάρυγγα)
» Πρώτος στις μαντινιάδες ήτονε ο μπάρμπας μου ο Στυλιανός. Ήβγανε λέει, στο άψε σφήσε μαντινιάδες, άλλες φορές για το γλέντι και για τη παρέα και άλλες φορές καθενούς τη δική ντου. Αλλά του λέγανε κι αυτουνού μαντινιάδες άλλοι αθρώποι, σαν ετούτη:
«Το Στελιανάκι του Τερζή κάθεται στον αέρα
και κάνει κι αγαπητικές σαράντα την ημέρα..!»

» Κι ετσά ήτονε φαίνεται, αφού επαντρεύτηκε τρεις φορές. Τη τελευταία γυναίκα ντου, τη θειά μου το Χαρικλειό την εφτάξατε. Εκάμανε δυό παιδιά, τη Μαρίκα, που ήπηρε τον Καρύδη και τη Πιπίνα, που ήπηρε το Βαγγέλη. (σημ. ένας από τα παιδιά της Πιπίνας, ο Γρηγόρης Φραγκούλης ήταν αξιόλογος βιολάτορας στη Λάστρο)

» Ο παππούς μου και ο μπάρμπας μου ο Μιχάλης, αλλά και οι άλλοι δεν επαίζανε μόνο στο χωριό μας, αλλά και σε άλλα χωριά αλάργο και στσι πλατείες. Επαίζανε σε γιορτές, σε πανηγύρια, σε γλέντια, σε παρέες που τσι καλούσανε και πολλές φορές εξωμένανε εκειά. Όλοι τσι θέλανε.

» Και όνταν απόθανε λέει ο γερο-Τερζής, ήρθαν στο χωριό μας στη κηδεία του μεγάλοι κι άλλοι φίλοι του γιατροί και δικηγόροι από τον Άγιο Νικόλαο και αφού τον εθάψανε είπανε του γιού του, του μπάρμπα μου του Μιχάλη:
«- Παίξε μας τώρα τη λύρα.!»
» Και τως είπε:
«- Μα δε μπορώ, εδά εθάψαμε τον πατέρα μου.!»
«- Μα δεν πειράζει» του είπανε. «Θέλομε ν’ ακούσομε τη λύρα σου… κι ο πατέρας σου θα τόθελε..!»
» Και τον εσυβάσανε, -ίντα να κάμει- και τως ήπαιξε τη λύρα...


ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
» Γράμματα οι παλιοί δεν εξέρανε, γιατί τοτεσάς δεν υπήρχανε σχολεία. Εξέρανε όμως πολλά παλιά τραγούδια και μαντινιάδες, τον Ερωτόκριτο, ιστορίες, παροιμίες, τροπάρια, γράμματα της Εκκλησίας και σοφές κουβέντες. Ο παππούς μου ο Μανόλης ήλεγε:
      «- Είδες μπρέ μου, κόρακα να βγάλει περιστέρι.;»
» και πολλές άλλες σοφές κουβέντες και λέγανε οι χωριανοί:
      «Τόπε ο Τζουρνάς.!
»

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (ο «Σκόμπι»)
» Όντον ήνοιξε σχολείο στο χωριό μας επήγε και του μπάρμπα μου του Παυλή ο γιός, ο Γιώργος.

Ήτονε άριστος, αλλά ο πατέρας του επόθανε και τον εσπούδαξε αμοναχή τζη η μάνα του η χήρα, ετσά την ελέγανε ύστερα.

Ήπινε το πρωί μια κουταλιά λάδι, ήπαιρνε το καλάθι τζη κι επήγαινε στο φαράγγι του Σαραντάπηχου και στο Σπαθί και στα άλλα βουνά κι εκρέμουνταν στσι εγκρεμούς ολημερήσιως τση μέρας κι εμάζωνε έρωντα (σημ. δίκταμο) και τον επούλιε, για να σπουδάσει το γιό τζη. Το επήγε και σε άλλα πιο μεγάλα σχολεία και ήμαθε και ξένες γλώσσες, Αγγλικά ήμαθε και λογιστικά κι άλλα πολλά γράμματα. Ήτονε και τετραπέρατος κι εγίνηκε μεγάλος και τρανός, ο πιο πλούσιος στην Ελλάδα ελέγανε. Κι όταν ερχότανε στο χωριό, τον ήφερνε ο πατέρας σου στο σπίτι μας και του εκάναμε τραπέζι και εμιλούσανε.

Και στη κατοχή εβάφτισε τον αδερφό σου το Λευτέρη και τούδωκε αυτό το όνομα για το γούρι, για να λευτερωθούμε. Το ήθελε ο πατέρας σου για χάρη και του Βενιζέλου.

Το ίδιο έγινε και με τη Νίκη του παπά Γιωργάκη για το γούρι, για να νικήσομε της ήδωκε αυτό το όνομα ο σάντολός τση ο Μιχάλης τση Πηνελόπης.

Ο Τερζάκης ήτονε και στην Αντίσταση με τσι Εγγλέζους και με τσοι δικούς μας και ήκαμε λέει κι εκειά μεγάλα πράμματα.

Μα είχε ένα χούι πολύ κακό, ένα ελάττωμα μεγάλο. Ήπαιζε κουμάρι (σημ. χαρτοπαίγνιο) και ήχανε τη περιουσία του. Εκειά φαίνεται ήπαιξε το εργοστάσιο, που είχε κάμει στο χωριό μας μαζί με τον σύντεκνο το Κωσταντουρομανώλη και τον πατέρα σου.

Και ήρθανε οι Μπαντουβαδαίοι με τα όπλα και το ξηλώσανε και το πήρανε μέσα σε λίγες ώρες και παρά λίγο να σκοτώσουνε τον Κωσταντουρομανώλη και τον πατέρα σου. Το κουμάρι είναι πολύ κακό ελάττωμα και καταστρέφει αθρώπους. Η αδερφή ντου η Μαρία η Φινοκαλιώτου, που ήτονε η καλύτερη μοδίστρα του Ηρακλείου και ήτονε πολύ καλή γυναίκα, φαίνεται πως τον ήσωνε. Κι αυτός εκίνα πάλι από την αρχή.

Πολλά χρόνια εδά ήβγαλε και τα νερά τση Μαλάβρας στο κάμπο του Καβουσού μοναχός του, χωρίς το κράτος, μα δεν ήβρισκε λέει, άλλα λεφτά κι επομείνανε εκειά. Ήκαμε κι άλλες επιχειρήσεις στο Ηράκλειο, στα πρώιμα στην Άρβη, μα τσ’ ήφηνε στη μέση. Και μια μέρα λέει, τον εβρήκανε αποθαμένο σ’ ένα δρόμο εκειά στην Άρβη, κοντά στσι καλιέργειες που ήκανε.

Είχε δυό κόρες κι ένα γιό, τον Παύλο. Οι κόρες του που ήταν όμορφες και μορφωμένες, εξέρανε και ξένες γλώσσες, Αγγλικά, επαντρευτήκανε αξιωματικούς Αμερικάνους στο Ηράκλειο κι επήγανε στην Αμερική κι εκάτσανε εκειά. Ο Παύλος, καλός κι αυτός και μορφωμένος επόμεινε επαέ, στην Ελλάδα.

Μετά τη κατοχή ήρθανε στο χωριό από το Ηράκλειο ο Γιώργος και τα παιδιά, δυο τρεις φορές μόνο για βόλτα κι ύστερα εφεύγανε. Το σπίτι ντως, που είναι στη πάνω γειτονιά και στέκει ακόμη, είναι ένα μικρό δωμάτιο με μια ξύλινη πόρτα. Πράμα άλλο.

Τα παιδιά εφορούσανε μοντέρνα ωραία ρούχα και στολίδια, ήτονε ευγενικά, επορπατούσανε κι εκοιτάζανε γύρω ντως, ετσά που κάνουνε σήμερα οι τουρίστες. Και εγώ με την αδερφή μου τη Μαρία ελέγαμε:

      «- Πού είσαι εδά, καημένη θειά, που εκρέμουσουν στσι γκρεμούς να μαζώνεις έρωντα, να θωρείς..!»

» Απού τσι πρώτους που σπουδάξανε οντον εγενήκανε τα σχολεία στα χωριά μας, ήτονε ο Μανόλης ο Σαρειδάκης απου το Καβούσι. Η μάνα του ήτονε κόρη του μπάρμπα μου του Στελιανού από τη πρώτη του γυναίκα. Ήτονε καλή κι όμορφη και την ήπηρε κοπελοπούλα δεκατεσσάρω χρονώ ένας Σαρειδάκης απού το Καβούσι, που ήτονε μεγάλος και πλούσιος και εσπούδαξε το γιό τως το Μανόλη γιατρό.

» Ήτονε καλός άνθρωπος και καλός γιατρός και ήκατσε στη Γεράπετρο κι εκειά επαντρεύτηκε κι εκειά ήκανε το γιατρό. Και ερχότανε στο χωριό μας να μασε βλέπει τσι συγγενείς του και μας εγιάτρευε αν είχαμε πράμμα και δεν μας ήπαιρνε ποτέ λεφτά. Ήτανε γελαστός, ευγενικός, άγιος άνθρωπος. Ο πατέρας σου τον ήφερνε στο σπίτι μας και ήτονε πάντα με το γέλιο και τη καλή καρδιά.

» Από κειά κι ύστερα πολλά παιδιά από το σόϊ μας εσπουδάξανε κι εμπήκανε σε θέσεις γή εκάμανε δικές τως δουλειές, επροκόψανε κι εκάμανε χαέρια όλα επήγανε και πηγαίνουνε καλά. Κι επειδή το χωριό μας από παλιά βγάνει πολλούς γραμματισμένους, το λένε «χωριό τω γραμμάτω».

» Η θειά μου το Αλισαβάκι, που ήτονε παντρεμένη στο Καβούσι, είχε δυό κόρες, τη Πελαγιά και τη Μαριά. Η Πελαγιά, που είχε παντρευτεί ένα Σαρειδάκη, είχε τρία παιδιά, την Ηρώ, τη Μαρίκα και τον Επαμεινώντα.

» Ο Επαμεινώντας ήτονε λέει ένα καλό κι όμορφο παληκάρι, λεβέντης και πολύ μορφωμένος. Ήτονε ιδεολόγος, ετσά εγρίκου και τον ελέγανε. Ήθελε λέει, το δίκιο νάναι λέει, όλοι οι αθρώποι ίσοι, να μην εκμεταλλεύουνται λέει, οι δυνατοί τσι αδύνατους και τσι φτωχούς. Νάναι λέει, αδέρφια όλοι και νάχει προκοπή και ειρήνη στον κόσμο. Εμίλιε λέει, και πολύ όμορφα. Εμίλιε στη καρδιά των αθρώπω και τσι εξεσήκωνε. Μα στον πόλεμο που γίνηκε μετά την κατοχή αναμεταξύ μας, στον πόλεμο που σκότωνε ο ένας Έλληνας τον άλλο, στον πόλεμο αυτό ο Επαμεινώντας εσκοτώθηκε ή εχάθηκε.

Λένε πως μπορεί και να τον εσκοτώσανε, γιατί ήτονε λεβέντης, που δεν υπήρχε άλλος και δεν ήπαιζε παιγνίδια. Αυτό που επίστευγε τόλεγε και το υπερασπίζουντονε. Και δεν ήκανε πίσω.

» Η αδερφή του η Μαρίκα, που δεν επαντρεύτηκε μα επόμεινε ελεύτερη κι ήτονε κι αυτή αντάρτισσα μεγάλη, ήρχουντονε απού το Καβούσι στο σπίτι μας στη Λάστρο και μούλεγε ίντα κάνανε για να τονε βρούνε, μα πράμμα. Κι εμιλιούσαμε κι εκλαίγαμε μαζί.

» Ο Επαμεινώντας είχε μια όμορφη και καλή κόρη, τη Πελαγία και κάθε φορά με τη Μαρίκα επαρακαλούσαμε το Θεό με δάκρυα να τση δώσει μια καλή τύχη.

» Αυτοί ήτονε οι πρώτοι γραμματισμένοι από το σόϊ μας.

» Γραματισμένος είναι και ο αδερφός μου ο Κωστής κι ας μην επήγε σε μεγάλα σχολεία. Τα γράμματα τάμαθε μοναχός του. Εδιάβαζε και ήβγανε καλές μαντινιάδες από παιδί. Τόχε μέσα του.

» Ο γερο-Τερζής είχε μάθει όλα του τα παιδιά τερζήδες. Άλλο ήτονε το επάγγελμά ντως, όπως ο παππούς μου ο Μανόλης, ο Τζουρνάς που τονε λέγανε, και άλλο για δικού ντως. Ο μπάρμπας μου ο Μιχάλης ήπλεκε καλάθια. Γεωργικές δουλειές δεν εκάνανε. Μα δεν είχανε και χωράφια. Μόνο κιανένα κηπούλι.

» Το ίδιο ήκαμε κι ο παππούς μου ο Τζουρνάς. Ήμαθε όλα ντου τα παιδιά και γιούς και κόρες τερζήδες. Του μπάρμπα μου του Κοκόλη ήτονε το επάγγελμά του και δεν ήραφτε μόνο χωριανούς μας, μα κι άλλους σε όλη την επαρχία και στα Γεραπετρίτικα.

» Η μάνα μου ήραφτε τον παππού σου και τον είχε αγκάθα. Ήμπαινε στο καφενείο και τονε θαμάζανε όλοι. Ήτονε και καλόκαρδος και θεωρατικός. Το ίδιο και η θειά μου τ’ Ανεζίνι και η θειά μου τ’ Αλισαβάκι στο Καβούσι με τσι άντρες τως.

» Ο παππούς σου ήτονε απού τσι τελευταίους που εφορούσανε κρητικά ρούχα στο χωριό μας. Εδά όλοι φορούνε φράγκικα και τα παίρνουνε έτοιμα. Κι όντον επήγε ο παππούς σου στο Ηράκλειο, μια δεκαρά χρόνια μετά τη κατοχή κι εφόριε τα καλά του ρούχα, το μεϊντανογέλεκο, τη βράκα, τη φαρδιά ζώνη, τα στιβάνια, το κουκούλι και το μπαστούνι, και ήτονε περιποιημένος και ήλαμπε, τον εσταματούσανε οι ξένοι στο δρόμο και τον εφωτογραφίζανε. Μα ήτονε και καλοκαμωμένος και θεωρητικός και γελαστός.»
ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Όπως από πολλές άλλες μαρτυρίες, έτσι και από τις αφηγήσεις της μητέρας μου προκύπτει, νομίζω, ότι και στους πρώτους Καλομενόπουλους-Τερζάκηδες της Λάστρου και στους απογόνους τους, όπως είναι φυσικό, υπήρχε και εκδηλώθηκε πλούσιο μουσικό κσι ποιητικό ταλέντο.

Υπήρχε επίσης ισχυρή επαγγελματική παράδοση στην τέχνη της ραπτικής («τερζήδες»), η οποία συνεχίστηκε όσο οι συνθήκες το επέτρεπαν, ενώ στην οικογένεια δεν υπήρχε αξιόλογη παράδοση σε αγροτικές δραστηριότητες.

Αυτά, νομίζω, στηρίζουν την άποψη-παράδοση, ότι οι Καλομενόπουλοι ήρθαν στη Κρήτη από την Πόλη (μάλλον μετά την Άλωση), όπου δεν υπήρχε άξια λόγου αγροτική δραστηριότητα, αλλά κυρίως μεταποιητικά επαγγέλματα και επαγγέλματα υπηρεσιών.

Σε ότι αφορά τους πρώτους γραμματισμένους:

- Ο Γιώργος Τερζάκης ή Σκόμπι, από όσα έχω ακούσει από πολλές έγκυρες πηγές, φαίνεται να ήταν μια απίστευτη, μυθιστορηματική προσωπικότητα. Ένα από τα πιο ιδιοφυή, ανήσυχα, ριψοκίνδυνα και παράδοξα πνεύματα της εποχής του στη χώρα μας και όχι μόνο.

Από τα πάμπολλα στοιχεία, που δείχνουν το εκπληκτικό δαιμόνιο του απίστευτου αυτού ανθρώπου, του Γιώργου Τερζάκη, αναφέρω μόνο δύο:

* Ο Βρετανός στρατηγός Σκόμπι, αρχιστράτηγος των Αγγλικών ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα, μετά τη Συμφωνία της Καζέρτας (Σεπτέμβριος του 1944), φεύγοντας από την Ελλάδα μετά τη νίκη των Συμμάχων, χάρισε στον Γιώργο Τερζάκη όλα τα είδη του Αγγλικού Στρατού στην Κρήτη. Αυτό και μόνο δείχνει το ρόλο που έπαιζε ο πολυμήχανος και παράτολμος Αγγλομαθής κρητικός στην Εθνική Αντίσταση, την οποία αυτός είχε ξεκινήσει πριν ακόμη τα Ιταλικά στρατεύματα αποβιβαστούν στη Σητεία στις 21 Μαΐου 1941 και πριν ακόμη ξεκινήσουν για την Ιεράπετρα, όπου διατελούσε τότε Διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας.

Άνοιξε με δική του ευθύνη τις αποθήκες της Τράπεζας και είπε στους αγρότες:

«- Πάρτε τα όλα.! Πάρτε τα λιπάσματα, τα φυτοφάρμακα, τους σπόρους, τα εργαλεία, τα πάντα, πριν πέσουν στα χέρια των κατακτητών που φτάνουν σε λίγο…»

Από την τόσο γεναιόδωρη, όσο και ενδεικτική χειρονομία του Άγγλου στρατηγού, ο Τερζάκης φαίνεται να πήρε μόνο ένα πράγμα: Το παρανόμι του.! Από κει και πέρα όλοι τον έλεγαν: «ο Σκόμπι».!

Με τα είδη του Αγγλικού στρατού δεν φαίνεται να ασχολήθηκε πολύ. Μάλλον καθόλου, γιατί ασφαλώς ένιωθε, ότι οι υπηρεσίες στην Εθνική Αντίσταση είναι αγαθό μη εξαγοράσιμο.

* Αναφέρω ακόμη τούτο: Μετά τη λήξη του δευτέρου εμφυλίου (Αύγουστος του 1949) επί κυβερνήσεως Πλαστήρα (1950-1952), στη πιο σκληρή φάση του ψυχρού πολέμου, ο Τερζάκης πέρασε το «Σιδηρούν Παραπέτασμα», πήγε στη Μόσχα και είχε συνάντηση με τον αντιπρόεδρο του Ανωτάτου Σοβιέτ Αναστάς Μικογιάν και μάλιστα ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης έκλεισε μεγάλες εμπορικές συμφωνίες, μεταξύ των οποίων την προμήθεια και εισαγωγή στην Ελλάδα των περίφημων «ορών Μογκομόλετς»

(σημ. Ο Αλεξάντρ Μπογκομόλετς (1881-1946) ήταν Ουκρανός γιατρός. Έμεινε στην ιστορία για τις προσπάθειές του για την παράταση της ανθρώπινης ζωής (με τη στήριξη του ίδιου του Στάλιν). Παρασκεύασε τον "ορό Μπογκομόλετς" ελπίζοντας (ανεπιτυχώς) να παρατείνει τη ζωή στα... 140 χρόνια.)


Από την υλοποίηση των συμφωνιών αυτών ο Τερζάκης έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη ένας από τους πλουσιότερους Έλληνες. Η αντιπολίτευση ζήτησε εξ αιτίας της επίσκεψης αυτής, να παραιτηθεί η κυβέρνηση Πλαστήρα και η κυβέρνηση απάντησε ότι ο κ. Τερζάκης δεν την εκπροσωπεί κατά κανένα τρόπο.

Βέβαια και η επιχείρηση αυτή πολύ γρήγορα κατέρρευσε. Γιατί; Γιατί ο Ιδρυτής της είχε το ιδίωμα, το πάθος, να καταπιάνεται με τα πιο δύσκολα εγχειρήματα, τις πιο μεγάλες προκλήσεις. Μόλις τις έφερνε σε πέρας έχαναν το ενδιαφέρον τους, τις άφηνε να καταρρέουν και καταπιανόταν ύστερα με άλλες. Ο σκοπός του δεν ήταν το χρήμα.

Ο γιατρός Μανόλης Σαρειδάκης ήταν όπως ακριβώς τον περιγράφει η μητέρα μου. Το μόνο που θάθελα να προσθέσω, όπως πολλές φορές αργότερα έτυχε να διαπιστώσω, είναι ότι έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού και ως γιατρός και ως άνθρωπος, όχι μόνο στον στενό του κύκλο, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία του τόπου.

Όπως τον περιγράφει η μητέρα μου, ήταν και ο αγνός ιδεολόγος και μεγάλος αγωνιστής Επαμεινώντας Σαρειδάκης. Όλοι όσοι τον ήξεραν εκφράζανε όχι μόνο μεγάλο σεβασμό και εκτίμηση, αλλά και απέραντο θαυμασμό. Και ακόμη πολύ παράπονο και οργή: Γιατί να χαθεί και πώς χάθηκε; Αυτός ο λεβέντης στη θωριά και στη ψυχή, «στη γνώμη και στη πράξη», όπως θα έλεγε ο Κωστής Φραγκούλης.

(Σημ. από την ιστοσελίδα istoriakatoxis.blogspot.com «...Επικεφαλής του ΕΛΑΣ στο Παγγαίο ήταν ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Επαμεινώνδας Σαριδάκης απ΄την Κρήτη…»
Από την ιστοσελίδα ethniki-antistasi-dse.gr
Σολού-Ντερέ 2/4/1944
... «Ανάμεσα στους τραυματίες ήταν και ο αξιωματικός του ΕΛΑΣ, Επαμεινώνδας Σαριδάκης (Ψηλορείτης), που διέφυγε τον βουλγαρικό κλοιό και μαζί με άλλους στη Δυτική πλευρά του Στρυμόνα…»
Όρη Λεκάνης (Τσάλ-νταγ) Αύγουστος 1944
«…Στη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Αυγούστου σκοτώθηκαν 14 αντάρτες, ανάμεσά τους κι ο αξιωματικός Επαμεινώνδας Σαριδάκης (Ψηλορείτης) που έπεσε σε ενέδρα στο Τσάλ-νταγ στις 14 Αυγούστου…»)

Εδώ τώρα θάθελα να πω ένα μικρό παιδικό παραμύθι:

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μάστορας. Ο μάστορας αυτός σε όλη του τη ζωή έφτιαχνε ένα πράγμα: Μια κιβωτό. Μια πολύ όμορφη κιβωτό, που μέσα της έβαζε ό,τι όμορφο κι ό,τι πολύτιμο είχε η Κρήτη.

Την κιβωτό την είχε φτιάξει από κορμούς δέντρων: Ελιάς, πρίνου και κυπαρισιού. Τα καλά, τα πολύτιμα, τα όμορφα της Κρήτης που έβαζε μέσα της, τα έφτιαχνε με λέξεις. Όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, το κατόρθωνε όμως, γιατί είχε μια μαγική ικανότητα: Να παίρνει λέξεις, συνήθως παλιές και περιφρονημένες, να τις συνταιριάζει με έναν τρόπο, που μόνον αυτός ήξερε τόσο καλά, κι αυτές να γίνονται πετράδια που έλαμπαν. Μ’ αυτά έφτιαχνε τα μαγικά της Κρήτης, που έβαζε μέσα στη κιβωτό του.

Ο μάγος αυτός λεγόταν Κωστής Φραγκούλης – Ανταίος. Έζησε 100 χρόνια χωρίς να γεράσει. Έλεγε άλλωστε:

      «Τα ενενήντα πορπατώ, τα εκατό θα φτάσω
      Και ύστερα θα το σκεφτώ, αν πρέπει να γεράσω..!»


Και όπως προκύπτει αποφάσισε να μη γεράσει και θα εξακολουθεί να ζει και να ταξιδεύει με τη κιβωτό του για πάντα. Το είχε προβλέψει άλλωστε και ο Γιώργος Σεφέρης λέγοντας:

      «Ο Φραγκούλης με τα ΔΙΦΟΡΑ του κέρδισε την αθανασία..!»

Μετά τους τέσσερεις πρώτους, πολλοί από τους απογόνους του πρώτου Καλομενόπουλου που ήρθε στη Λάστρο, δηλαδή του Γεωργίου παπα-Μανόλη Καλομενόπουλου, σπούδασαν και έγιναν επιστήμονες, καλλιτέχνες, επαγγελματίες, επιχειρηματίες, στελέχη του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και διακρίθηκαν στους τομείς και στους χώρους στους οποίους υπηρέτησαν και δραστηριοποιήθηκαν.

Παρόμοια έγιναν, όπως είναι φυσικό και στους άλλους κλάδους του παλιού πολύκλωνου δένδρου των Καλομενόπουλων, όπου κι αν τους έφερναν από τη μια οι μεγάλες δίνες της ιστορίας και από την άλλη το ασίγαστο Οδυσσειακό δαιμόνιο των μεγάλων αναζητήσεων, ανησυχιών και οραμάτων τους.

Και να μην ξεχνάμε βέβαια το άλλο μισό του φεγγαριού. Τις συντρόφισσες και τους συντρόφους της ζωής και των αγώνων τους. Την ανεκτίμητη συμβολή και την απέραντη εγκαρτέρησή τους.

Τελειώνοντας θάθελα να επαναλάβω τούτο:

Θα ήταν πολύ καλό, πολύ ενδιαφέρον και πολύ ωραίο, ένας τουλάχιστον από κάθε κλάδο του μεγάλου δένδρου των Καλομενόπουλων να γράψει εκείνα που γνωρίζει, ιδίως για τους παλιούς και για τα παλιά. Με τον τρόπο του ο καθένας. Αυτό θα αύξανε τον πλούτο, την ελκυστικότητα της προσπάθειας.

Τα κείμενα αυτά θα ήταν όχι μόνο πολύτιμες ψηφίδες της οικογενειακής μας ιστορίας και ταυτότητας, αλλά και πλούσιες πηγές αυτογνωσίας, που όλοι μας σε κάποιες στιγμές της ζωής μας αναζητούμε με λαχτάρα. Συγχρόνως θα αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες για την κοινωνική ζωή, τις συνθήκες και τις αντιλήψεις της εποχής, αντικείμενο με ευρύτερη και συνεχώς αυξανόμενη αξία.

Ο Νίκος Πετράκης γεννήθηκε στη Λάστρο,
είναι πρώην Δήμαρχος Σητείας
και τετράκις εγγονός του παπα-Μανόλη.
Τού Νίκου Πετράκη
ΔΥΟ ΑΚΟΜΗ ΠΑΛΙΟΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΕΝΟΙ

Δύο ακόμη απόγονοι του παπά Μανόλη Καλομενόπουλου, ανήκουν στους πρώτους γραμματισμένους του κλάδου της Λάστρου, αφού είναι λίγο νεώτερος από εκείνους στους οποίους αναφερθήκαμε στο προηγούμενο κείμενο μας. Πρόκειται για τον παπά Μανόλη Μοσχολιδάκη και τον Στέλιο Πλακαντωνάκη. Ήταν και οι δύο εγγονοί της Αννεζίνης, κόρης του εγγονού του παπά Μανόλη Καλομενόπουλου Μανόλη Τερζάκη ή Τζουρνά, η οποία ήταν σύζυγος του Μανόλη Φραγκούλη (Φραγκουλομανόλη). Ο παπά Μανόλης ήταν γιός της κόρης της Αννεζίνας Δέσποινας συζύγου του Νικόλαου Μοσχολιδάκη (ή "Κασάπη") και ο Στέλιος γιός της άλλης (μεγαλύτερης) κόρης της Αννεζίνης Μαρίας (Μαρούλι) συζύγου Γεωργίου Πλακαντωνάκη (ή "Αιώνα") από το Καβούσι, όπου και έζησαν.
Ο παπά Μανόλης Μοσχολιδάκης
Ο παπά Μανόλης γεννήθηκε στη Λάστρο και χειροτονήθηκε ιερέας λίγα χρόνια πριν από τη κατοχή, αφού είχε παντρευτεί την καλή και σεμνή κόρη Ευθυμία Μπανγιαδάκη από το Καβούσι. Αξιοσημείωτο και εξαιρετικά σπάνιο στη ζωή της εκκλησίας είναι ότι χειροτονήθηκε ιερέας μετά από εκλογή του από το λαό και όχι με τις καθιερωμένες συνήθεις διαδικασίες, που δεν περιλαμβάνουν έκφραση της λαϊκής θέλησης. Αυτό έγινε επειδή τη θέση του ιερέα - εφημέριου της Λάστρου που είχε κενωθεί διεκδικούσαν δύο συγχωριανοί, που ήταν μάλιστα πρώτα ξαδέλφια, ο Μανόλης Νικ. Μοσχολιδάκης και ο Στέλιος Γεωρ. Μοσχολιδάκης. Με μεγάλα προσόντα και οι δύο. Κέρδισε ο πρώτος παρόλο που εθεωρείτο φαβορί ο δεύτερος, που είχε την αμέριστη στήριξη του πιο μεγάλου πολιτικού και οικονομικού παράγοντα του τόπου. Ο παπά Μανόλης ήταν ένας βαθιά αφοσιωμένος, καλά καταρτισμένος, καλλίφωνος και τελετουργικός ιερέας και με τη συνδρομή των πολλών εκλεκτών ιεροψαλτών της εποχής κρατούσαν σε ένα αξιοζήλευτα υψηλό επίπεδο την εκκλησιαστική ζωή του χωριού, που την εποχή εκείνη είχε και έντονη διάσταση και κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής. Μετά από πολλά χρόνια ο παπά Μανόλης μετακόμισε στην Αθήνα, τελείωσε τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπηρέτησε ως πρωθιερέας του Ναού των Αγίων Πάντων Καλλιθέας. Εκεί έγραψε ένα βιβλίο για τις εκκλησίες της Λάστρου , όπου διασώζει πολλά στοιχεία και πληροφορίες για τη "ζωή" και την ιστορία τους. Είχε αποκτήσει δύο παιδιά τον Νίκο και τον Γιάννη, ενώ αδέλφια του ήταν ο Στέλιος και η Μαρίκα, σύζυγος του Ξενοφώντα Βασιλακόπουλου.
Στέλιος Πλακαντωνάκης
Ο Στέλιος Πλακαντωνάκης γεννήθηκε στο Καβούσι, σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες (στη ΑΣΟΕΕ) και σταδιοδρόμησε ως διοικητικός υπάλληλος του Ελληνικού Σιδηροδρόμου.
Ήταν ρομαντικός, ιδεολόγος και καλός λογοτέχνης. Έγραψε διηγήματα, θεατρικά έργα και ποιήματα ηθογραφικού και κοινωνικού περιεχομένου.
Ένα από τα θεατρικά του έργα βραβεύτηκε σε διαγωνισμό και ανεβάστηκε σε Επτάνησα, ενώ διηγήματα του που εξέδωσε σε βιβλίο ή δημοσίευσε σε λογοτεχνικά περιοδικά έλαβαν καλές κριτικές.
Η υπόθεση του θεατρικού έργου βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία, που εκτυλίχτηκε στη Λάστρο, όταν ο Στέλιος ήταν μικρό παιδί. Εκεί ο μετέπειτα συγγραφέας, φιλοξενούμενος στο σπίτι του παππού του, την έζησε από κοντά. Πρόκειται για τον σκληρό και άνισο ανταγωνισμό ανάμεσα σε ένα πανίσχυρο οικονομικό παράγοντα της περιοχής (τον "Καπετάν Αζιλακιά" του έργου) και δύο φτωχούς αγρότες, του παππού του συγγραφέα (του Φραγγουλομανόλη) και του θείου του, κουνιάδο του παππού του, τον Φραγκουλοστελιανό. Ο πλούσιος με πολλούς εργάτες και τεχνίτες και σύγχρονα τεχνικά μέσα και υλικά, σκάβοντας βαθύτερο πηγάδι και τάφρους, κατορθώνει να "πιάσει" το νερό του πηγαδιού των φτωχών. Οι δύο φτωχοί μπαίνουν στο ξεραμένο πηγάδι τους, με κίνδυνο της ζωής τους σκάβουν και το βαθαίνουν. Οι γυναίκες τους στο χείλος του πηγαδιού βοηθούν "με νύχια και με δόντια" και στο τέλος κατορθώνουν να ξανα-πιάσουν το νερό! Η σκληρή πάλη συνεχίζεται στο τέλος νικούν οι φτωχοί…
Η εμπειρία αυτή επηρέασε βαθιά τόσο τον ψυχικό κόσμο, όσο και την ιδεολογική διάπλαση του συγγραφέα όπως μου είχε πει ο ίδιος. Όταν συνταξιοδοτήθηκε γύρισε και έζησε στο Καβούσι. Βλεπόμασταν κατά διαστήματα και αμέσως παρουσιαζόταν μπροστά μας ένας αλλιώτικος κόσμος. Παλιές φιγούρες, παλιές εικόνες, παλιά ήθη, παλιές ιστορίες, ακόμη και παλιά σοφά λόγια.
Και στο βάθος πάντα μια θρυλική μορφή, ένας παλιός επαναστάτης παπάς με φωτεινά μάτια και πυρόξανθα γένια, που πολεμούσε τους Τούρκους και αυτοί κυνήγησαν τα παιδιά του να τα χαλάσουν, αυτά ξέφυγαν και ένα από αυτά ήρθε στη Λάστρο.
Στα τελευταία του χρόνια έστελνε γράμματα στους μεγάλους και τους Γης και ζητούσε να κάνουν Ειρήνη και Δικαιοσύνη στον κόσμο και κάποια τα δημοσίευε σε τοπικές εφημερίδες.
- « Καλά κάνεις Στέλιο, καλά κάνεις και στέλνεις γράμματα στους μεγάλους», του είπα μια μέρα, που τον είχα συναντήσει στο δρόμο προς τη Λάστρο. - « Μα τι θα βγει, τι θα βγει, που δεν με ακούν, δεν με ακούνε!» Απάντησε με παράπονο και με ένα αδιόρατο χαμόγελο…
Ο τόσο ρομαντικός, τόσο ιδεολόγος, τόσο ωραίος Στέλιος Πλακαντωνάκης. Ο ψηλός, κομψός ευγενής και αλαφροπάτητος ευπατρίδης με τα πλούσια άσπρα μαλλιά και τα ονειροπόλα μάτια, που κάθε απόγευμα περπατούσε στο δρόμο από το Καβούσι προς τη Λάστρο, γιατί προς τα εκεί, όπως έλεγε, τον τραβούσε μια μαγική δύναμη…
Ο Στέλιος Πλακαντωνάκης δεν άφησε απογόνους. Είχε δύο αδέλφια τον Παύλο και τον Μανόλη και αυτοί αγάπησαν τη Λάστρο και ερχόταν σε κάθε ευκαιρία.


ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙΣ
Σχετικά με την προηγούμενη συνέχεια (Β') των αφηγήσεων της μητέρας μου διορθώνομε:
Το μικρό όνομα του γιατρού Σαρειδάκη δεν ήταν Μανόλης αλλά Στέλιος. Είχε δηλαδή το όνομα του παππού του "Στελιανού του Τερζή". Με την ευκαιρία: δύο πολύ ωραίες ματινιάδες, που είπε ο φημισμένος μαντινιαδολόγος είναι:
-Βίτσα κυπαρισόβιτσα, που τον κυπαρισώνα
Και η άλλη:
- Λαμπάντε λάδι γύρευγα, μα βρήκα μαρκαντίλι
μήδε ο λύχνος τ'άφτει μπλιό μήδε και το καντήλι.

Την πρώτη την είπε στην τρίτη γυναίκα του το Χαρικλειό και την δεύτερη στην δεύτερη γυναίκα του τη Ζαμπιά και οι γνωρίζοντες βεβαιώνουν ότι η προσωπογραφίες αυτές ήταν πολύ ταιριαστές με τα πρόσωπα που ζωγράφιζαν. Η τρίτη γυναίκα του Στελιανού του Τερζή, το Χαρικλειό δεν ήταν από το Καβούσι αλλά από τη Σφάκα, από τους Μαυροματάκηδες. Όταν παντρεύτηκαν εκείνος ήταν 72 ετών.
Την πρώτη κόρη, τη Μαρίκα απόκτησαν το 1920 και τη δεύτερη.το 1924. Όταν μετά από 2 ή 3 χρόνια ο Στελιανός πέθανε, μετά την κηδεία του, το Χαρικλειό, που ήταν 57 (πενήντα εφτά) ετών είπε στους συγγενείς της:
«Να ξέρετε ότι είμαι έγκυος!»
Μετά από λίγο καιρό, που έγιναν εκλογές και ο Μανόλης ο Δρακάκης (του Πέτρο) που ήταν ανιψιός του Χαρικλειού, την επήγαινε με το γάιδαρο στα Μέσα Μουλιανά, όπου εψήφιζαν τότε οι Λαστριανοί, να ψηφίσει. Αλλά καθώς την επήγαινε απάνω στο γάιδαρο ταλαιπωρήθηκε πολύ και όταν γύρισε στο σπίτι εγέννησε αλλά το παιδί δεν έζησε. Το Χαρικλειό από εκεί και ύστερα ήζησε πολλά χρόνια.
Τις πολύ ενδιαφέρουσες αυτές πληροφορίες μου έδωσε πρόσφατα η εγγονή (κόρη της Μαρίκας) του Στελιανού του Τερζή και του Χαρικλειού Κατίνα Καρύδη-Κωνσταντουράκη.
Μια μαντινιάδα "της στιγμής" του Στελιανού του Τερζή μου είχε πει πριν από πολλά χρόνια η θεία μου η Ουρανία.
«Ήμουνε μικρή, 12-13 χρονώ και ήβοσκα τσι κατσίκες μας στο λιόφυτο μας στο Λινοβροχιό και επέρνα ο Στυλιανός του Τερζή και επήγαινε στο κήπο του και εσταμάτησε και μου 'πε:
-Ουρανία: "Μια μαντινιάδα θα σου πω, που λένε τη στη Κύπρο
πολύ σε παρακάλεσα και βλέπε μου το κήπο".
Μια μαντινιάδα, της οποίας η αμεσότητα και η ευγένεια εξαφανίζουν ή κάνουν να φαίνονται παιχνιδίσματα οι στιχουργικές ή άλλες παρεκκλίσεις...

Ο αγνός ιδεολόγος και μεγάλος αγωνιστής Επαμεινώντας Σαρειδάκης είχε σπουδάσει φιλόλογος και το ψευδώνυμο του στο βουνό ήταν "Καπετάν Ψηλορείτης". Δεν ήταν μόνο πολύ μορφωμένος αλλά και λεβέντης. Είχε παντρευτεί τη θεία την Ειρήνη, δασκάλα από τις Σέρρες και είχαν ένα παιδί τη Πελαγία. Αυτά μου είπε για τον Επαμεινώντα Σαρειδάκη ο ανιψός του Νίκος Δερμιτζάκης από το Καβούσι. Τα λόγια αυτά ήταν ένας μακρινός απόηχος των όσων είχα ακούσει παιδί για τον τραγικό όσο και θρυλικό ήρωα της οικογένειας.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΑΝΟΥ ΤΟΥ ΤΕΡΖΗ
(ΣΑΝ ΕΠΙΜΕΤΡΟ)

"Επείγε ένα κοπέλι στο σπίτι τση γιαγιάς μου του Χαρικλειού και της είπε:
"Ο άντρας σου έρχεται και είναι απάνω στο γάιδαρο και είναι μεθυσμένος και τραγουδεί…"
Σε λιγάκι επήγε πάλι το κοπέλι και της είπε:
"Ο άνδρας σου ήπεσε από το γάιδαρο εκειέ στου Φραγκουλομανώλη το σπίτι αποπόξω και εσκοτώθηκε."
Και είπε η γιαγιά μου:
"Ω τη κακομοίρα που είμαι αγαστρωμένη και ήντα θα πούνε οι αθρώποι οντό θα κάμω το κοπέλι;"
(αφήγηση της Κατίνας Καρύδη- Κωνσταντουράκη).
Πολλά τα ερωτήματα ασφαλώς για το ατύχημα και ανάμεσα σ' αυτά τούτο:
Υπάρχει άραγε ωραιότερος θάνατος;






Για την ιστοσελίδα αυτή, υπεύθυνος είναι ο Ζάχος Τερζάκης   -   (zachos@terzakis.com)
Τελευταία ενημέρωση: 19 Μαρτίου 2022